- προίκιση
- ηη παροχή προίκας, η προικοδότηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προίκιση — η, Ν η παροχή προίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προικίζω. Η λ., στον λόγιο τ. προίκισις, μαρτυρείται από το 1859 στον Ὀργανισμό Ἑταιρείας Προνοίας στην Πάτρα] … Dictionary of Greek
προίκισμα — το, Ν [προικίζω] η προίκιση … Dictionary of Greek
προικοδότηση — η / προικοδότησις, ήσεως, ΝΜ [προικοδοτῶ] παροχή προίκας, προίκιση νεοελλ. 1. σύνολο εσόδων που παραχωρούνται σε κοινωφελές ίδρυμα 2. η χορήγηση γαιών σε αγωνιστές εθνικών αγώνων ως ηθική και υλική ανταμοιβή … Dictionary of Greek
Ταμείο, Διεθνές Νομισματικό (ΔΝΤ) — Οργανισμός διεθνούς συνεργασίας στο νομισματικό πεδίο, του οποίου προορισμός είναι να διευκολύνει την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα των νομισμάτων τους. Το ΔΝΤ γεννήθηκε από τη νομισματική και… … Dictionary of Greek
Φλαγγίνης — Όνομα Ελλήνων λογίων. 1. Θωμάς (Βενετία 1579 – 1649). Ιδρυτής του Φλαγγινιανού Γυμνασίου και άλλων κοινωφελών ιδρυμάτων της Βενετίας. Κερκυραίος στην καταγωγή από τον πατέρα του, Κύπριος από τη μητέρα του, της οποίας κράτησε το επώνυμο, σπούδασε… … Dictionary of Greek